- άκωνος
- ἄκωνος, -ον (Α) [κῶνος]αυτός που δεν έχει κωνική κορυφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄκωνον — ἄκωνος unpitched masc/fem acc sg ἄκωνος unpitched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek